- βρεφώδης
- -ες (AM βρεφώδης, -ες) [βρέφος]όμοιος με βρέφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρεφώδει — βρεφώδης childish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρεφώδης childish masc/fem/neut dat sg βρεφώδεϊ , βρεφώδης childish dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφώδη — βρεφώδης childish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρεφώδης childish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βρεφώδης childish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφῶδες — βρεφώδης childish masc/fem voc sg βρεφώδης childish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφωδῶς — βρεφώδης childish adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek